- αναριεύω
- (αόρ. ανάριεψα) 1. μετ.1) делать редким, разрежать, прореживать; 2) рассредоточивать; 2. αμετ. 1) редеть; уменьшаться; 2) рассредоточиваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… … Dictionary of Greek
ανάριος — και ανάργιος –α, ο 1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση 2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα 3. επίρρ. ανάρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριός < αραιός, με συνίζηση. ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω. ΣΥΝΘ. αναριοδόντης,… … Dictionary of Greek
αναραιάζω — αναραιεύω, ανάραιος κ.λπ. βλ. αναριάζω, αναριεύω, ανάριος κ.λπ … Dictionary of Greek
αναριάζω — [ανάρια] αραιώνω, αναριεύω … Dictionary of Greek